Η τέχνη να είσαι μητέρα

μητέρα συνθλίβεται ανάμεσα σε μία διπλή σύγκρουση. Να υποταχτεί το παιδί της σε εκείνη ή εκείνη στο παιδί της; Στην πρώτη περίπτωση νιώθει ένοχη και ανικανοποίητη, στη δεύτερη καταπιεσμένη από το ίδιο το παιδί της. Ότι και να κάνει, δεν θα γλιτώσει την ετικέτα της κακής μητέρας.Να ξέρεις να ζεις, σημαίνει να ξέρεις να ζεις με τους άλλους, δίχως να παραβιάζεις τις ανάγκες τις δικές σου ή τις δικές τους. Να ξέρεις να αναθρέψεις το παιδί σου, σημαίνει να το μάθεις να ζει.

 

Το μωρό γεννιέται με τις παρορμήσεις και τα πρωταρχικά του ένστικτα. Ζητά να ικανοποιήσει όλες του τις ανάγκες. Κι επειδή το μωρό αδυνατεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του, η πληρότητά του άλλα και η επιβίωσή του εξαρτώνται από την διάθεση κάποιου άλλου. Όμως, η ολική εξάρτηση του βρέφους από τη μητέρα, έρχεται αντιμέτωπη με πολλές από τις ανάγκες της. Το μωρό που ξυπνάει τη νύχτα γιατί πεινάει, παραβλέπει την ανάγκη της μητέρας για ύπνο.

Η ανάγκη του να μονοπωλήσει την προσοχή της, παραβιάζει την δική της ανάγκη να έχει άλλες ασχολίες και άλλα ενδιαφέροντα. Το κλάμα του δεν την αφήνει να ξαποστάσει, να ησυχάσει, να ηρεμήσει. Οι ατελείωτες ανάγκες και απαιτήσεις του μωρού φέρνουν συχνά τη μητέρα στο σημείο να σκεφτεί ότι έχει πάψει να υπάρχει ως άτομο. Με λίγα λόγια, η μητέρα μπορεί να μη βλέπει σ’αυτή την κατάσταση μία σύγκρουση αλλά να αισθάνεται, αντίθετα ότι πνίγεται από την πληθωρική παρουσία του παιδιού.

Η άμεση επιβίωση του παιδιού του βρέφους εξαρτάται από την ικανοποίηση των αναγκών του. Η απώτερη επιβίωσή του εξαρτάται από την ανάπτυξη της ικανότητας να φροντίζει μόνο τον εαυτό του, να περιμένει και να μετριάζει εκείνες τις παρορμήσεις που θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική ή ψυχική ακεραιότητα των άλλων.

Πώς θα περάσει το παιδί από τη μία κατάσταση στην άλλη;

Η μητέρα είναι το πρώτο πρόσωπο, με το οποίο έρχεται σε σύγκρουση το παιδί. Από τη σχέση του μαζί της, βιώνει τις πρώτες του αποστερήσεις που ένα μέρος τους έρχεται από το ότι άφησε τη μήτρα της μητέρας του και «ήρθε στον κόσμο».

Η μητέρα δεν είναι πάντα σε θέση να το ταΐσει, μόλις εκείνο νιώσει το αίσθημα της πείνας. Κι ύστερα δεν μπορεί πάντα να καταλαβαίνει τι ζητάει και να καθησυχάζει τους φόβους του. Ωστόσο, ορισμένες αποστερήσεις επιβάλλονται σκόπιμα από τη μητέρα η οποία προσπαθεί να διδάξει στο παιδί της τη συμπεριφορά που απαιτεί η κοινωνία μας. Σε αυτή τη προσπάθειά της , η μητέρα επηρεάζεται στο έπακρο από τα πιστεύω και τα πρότυπα συμπεριφοράς της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει. Επηρεάζεται ακόμα από τον τρόπο που της μεταδόθηκαν αυτά τα μηνύματα, όταν η ίδια ήταν παιδί. Γύρω από τη διάσταση ανάμεσα στις ανάγκες του παιδιού και τις απαιτήσεις της ομαδικής ζωής, τα παραδοσιακά παιδαγωγικά σχήματα είχαν πάρει μία στάση ξεκάθαρη. Η πρωτόγονη και αντικοινωνική συμπεριφορά του παιδιού ήταν ανεπιθύμητη, απαράδεκτη.

Ο γονέας εκπροσωπούσε την εξουσία και το παιδί όφειλε να υπακούει, άσχετα αν αυτή η υπακοή ερχόταν σε σύγκρουση με τη θέλησή του. Τα λόγια και οι επιθυμίες των γονιών ήταν νόμος. Η μεγάλη απήχηση που βρήκαν οι ψυχαναλυτικές θεωρίες για την ανάπτυξη της προσωπικότητας , αντέστρεψε τους όρους αυτής της σχέσης. Η προσοχή συγκεντρώθηκε στις ανάγκες του παιδιού. Οι γονείς έμαθαν για τα τραύματα που προκαλούσαν ο απογαλακτισμός και η εκμάθηση της καθαριότητας, για τα οιδιπόδεια συμπλέγματα, για τις φοβίες του ευνουχισμού, για τις νευρώσεις και κατέληξαν έτσι να πιστέψουν ότι οι αποστερήσεις είναι βλαβερές για το παιδί, πως η επιμονή σε μία ορισμένη στάση μπορούσε να το βλάψει και πως αν υπήρχε διάσταση ανάμεσα στις επιθυμίες τους και στις ανάγκες του παιδιού, οι δεύτερες είχαν προβάδισμα.

Αυτή η αλλαγή συμπεριφοράς φαίνεται καθαρά στο θέμα της διατροφής των παιδιών, όπου από τα αυστηρά ωράρια που επέβλεπε, περάσαμε στη διατροφή κατά βούληση, όπου τα μικρά ταΐζονται κάθε φορά που έκλαιγαν ή που έδειχναν να πεινάνε.

Οι κυριότερες λοιπόν δυσκολίες που συναντά η μητρότητα και που τη θέτουν υπό αμφισβήτηση, ξεκινούν από τα ψυχολογικά προβλήματα γύρω από την ενυπάρχουσα σύγκρουση στη σχέση μητέρας – παιδιού;   Ναι!

Οι μητέρες πιάνουν τον εαυτό τους να αντιδρά στη συμπεριφορά των παιδιών, εντελώς αναπάντεχα. Η μητέρα νιώθει παγιδευμένη από μία συμπεριφορά που εναντιώνεται στα συναισθήματά της. Τις πιο πολλές φορές παραβλέπει το γεγονός ότι ανάγκες, επιθυμίες και συναισθήματα διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους, μπορούν να συνυπάρχουν.
Γι’αυτήν μόνο δύο λύσεις υπάρχουν: να υποταχθεί το παιδί της σε εκείνη ή εκείνη στο παιδί της.
Καμία τους όμως δεν την κάνει να νιώθει καλύτερη μητέρα.
  • Αν επιβάλλει τη θέλησή της στο παιδί, αισθάνεται σαν κτήνος: επιθετική, μικροπρεπής, αποτρεπτική. Συχνά έχει την εντύπωση πως έκανε κακό στο παιδί της δημιουργώντας του το αίσθημα του ανικανοποίητου και τότε την κυριεύει η ενοχή.
  • Από την άλλη, δεν το βρίσκει σωστό να υποχωρήσει. Νιώθει ανικανοποίητη, καταπιεσμένη από το ίδιο της το παιδί. Βρίσκεται αντιμέτωπη με μια συμπεριφορά που την κρίνει απαράδεκτη. Και το χειρότερο, η επιτυχία ή αποτυχία της ως μητέρα, κρίνεται από τους άλλους με βάση αυτή τη συμπεριφορά.
Ότι κι αν κάνει, αισθάνεται πάντα κακή μητέρα. Η μητέρα σκέφτεται ότι μπορεί να λύσει το πρόβλημά της, φτάνει να της πει κάποιος αν η συμπεριφορά του παιδιού της είναι καλή ή κακή ή αν ο τρόπος που χειρίζεται μια δεδομένη κατάσταση είναι σωστός ή λαθεμένος. Θα πει: «Δεν είναι σωστό να με διακόπτει, όταν τηλεφωνώ», «Δεν είναι σωστό να σηκώνεται από το κρεβάτι και να έρχεται στο δωμάτιό μου», «Δεν είναι σωστό να πετά τα παιχνίδια του από εδώ και από εκεί».
Δεν της περνά από το μυαλό πως και οι δύο τους, μητέρα και παιδί, μπορεί να έχουν δίκιο, με την έννοια ότι και οι δύο εκφράζουν ανάγκες το ίδιο βασικές;Το παιδί θέλει να το προσέξουν. Η μητέρα θέλει να ξεκουραστεί ή να τηλεφωνήσει. Η συμπεριφορά του παιδιού μπορεί να είναι αρνητική, απαράδεκτη για την κοινωνία. Όμως, για εκείνο μπορεί να αποτελεί τον προσωπικό τρόπο έκφρασης ορισμένων συναισθημάτων σε μια συγκεκριμένη περίοδο της ανάπτυξής του. Μια τέτοια συμπεριφορά, ωστόσο, έρχεται συχνά σε σύγκρουση με την ανάγκη της μητέρας να φανεί αντάξια στα μάτια των άλλων, αλλά και στα δικά της.
Αυτές οι διενέξεις είναι τα πρότυπα όλων των άλλων διενέξεων που θα γνωρίσει το παιδί στην υπόλοιπη ζωή του και οι οποίες πηγάζουν από την ανάγκη να ζούμε μαζί με τους άλλους, καθώς και από το γεγονός ότι στη ζωή δεν κάνουμε πάντα αυτό που θέλουμε.
Εδώ, έχουμε να κάνουμε με την αναγκαιότητα να υπολογίζουμε τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συναισθήματα των άλλων. Το παιδί, ωστόσο, μόλις τώρα αρχίζει να μαθαίνει αυτή την αλήθεια και μαθαίνοντάς την εκφράζει ποικιλόμορφα το θυμό που κυριεύει όλους μας, όταν νιώθουμε ανικανοποίητοι. Μάθαμε, να θεωρούμε ορισμένες συμπεριφορές εντελώς απαράδεκτες.
Είναι κακό να χτυπάς, να λες ψέματα, να ξεγελάς τον άλλον, να παίρνεις πράγματα που δεν σου ανήκουν, να μην μοιράζεσαι τα πράγματά σου με άλλους εκφράζεις το θυμό σου ή να δείχνεσαι υπέρμετρα επιθετικός. Όμως, στην πράξη, είναι απόλυτα φυσιολογικό να θυμώνουμε, να χτυπάμε όταν μας απειλούν, να επιθυμούμε ότι δεν μας ανήκει, να προσπαθούμε να αποφύγουμε τις συνέπειες των πράξεων μας. Αυτά τα συναισθήματα είναι πανανθρώπινα. Μονάχα ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται μπορεί να κριθεί απαράδεκτος, αν παραβιάζει κατάφορα τια ανάγκες και τις επιθυμίες των άλλων.Για να μπορέσει η μητέρα λοιπόν να κατευθύνει το παιδί της σωστά, θα πρέπει πρώτα να πιστέψει στο δικαίωμα της να έχει ανάγκες και συναισθήματα.
Έχει το δικαίωμα να μην θυσιάζεται για το παιδί της.
Έχει το δικαίωμα να θυμώνει, να νιώθει ανικανοποίητη, να απορρίπτει, να θέλει να εξαρτάται από κάποιον άλλον.

Τίποτα από όλα αυτά δεν την κάνει κακή μητέρα.

Όπως ακριβώς οι απαιτήσεις του παιδιού, η ανάγκη για εξάρτηση, για φροντίδα, η επιθετικότητα και η οργή , δεν το κάνουν ένα κακό παιδί. Η προβληματική συμπεριφορά των παιδιών μπορεί να οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο πέρασμα τους σε ένα συγκεκριμένο αναπτυξιακό στάδιο. Η συμπεριφορά αυτή γίνεται «δύσκολη», ανυπόφορη γιατί αν και είναι φυσιολογική παραβιάζει τις ανάγκες των άλλων.

Να, λοιπόν, η μεγάλη αποστολή της ανατροφής:να διδάξει στο παιδί να εκφράζεται με πιο παραδεκτούς τρόπους
Και επειδή, η μητέρα είναι ο πρώτος και συχνά ο κυριότερος δάσκαλος, σε αυτήν πέφτει το βαρύ φορτίο της συνδιαλλαγής με κάποιον ο οποίος δεν έχει μάθει ακόμα να σέβεται τις απαιτήσεις των άλλων. Αν θέλει να πετύχει στο ρόλο της, είναι βασικό να πιστέψει στα δικαιώματά της, γιατί τις δικές τις ανάγκες θα παρουσιάσει πρώτα στο παιδί, μαθαίνοντας το να σέβεται τις ανάγκες των άλλων.
Ποτέ άλλοτε στη ζωή του δε θα νιώσει το παιδί τόσο έντονα την ανάγκη να εξαρτάται από κάποιον ως ένα σημείο, για τη σωματική και ψυχική του ισορροπία. Αυτή η ανάγκη το οδηγεί στο να αρχίσει να υπολογίζει τις ανάγκες της μητέρας του.
Η μητέρα θα διδάξει στο παιδί της, πώς να σέβεται τις επιθυμίες της. Θα δυσκολευτεί όμως να το πείσει, αν η ίδια πιστεύει ότι δεν αξίζει να την υπολογίζουν.
Αν τώρα η μητέρα πιστεύει ότι προηγούνται οι ανάγκες του παιδιού, ότι θα το βλάψει αν του αρνηθεί κάτι, ότι το να είσαι καλή μητέρα σημαίνει να ικανοποιείς όλες τις ανάγκες του παιδιού, θα φτάσει να πιστέψει ότι πρέπει να υποχωρεί σε όλα.
Ενεργώντας με αυτό τον τρόπο, θα καταλήξει να αισθάνεται πως τη μεταχειρίζονται, την εκμεταλλεύονται και θα την κυριέψουν ο θυμός και η αγανάκτηση. Θα έχει δίκιο να νιώθει έτσι, αφού αγνόησε συστηματικά και πρόδωσε τις ίδιες τις ανάγκες της.

Έτσι, σιγά-σιγά, πρέπει να βάλει σκοπό της να βοηθήσει το παιδί της να καταλάβει πως η μητέρα του είναι ένα ξεχωριστό, αυτοτελές άτομο, του οποίου οι ανάγκες πρέπει να γίνονται σεβαστές. Θα πετύχει μόνο αν το πιστέψει η ίδια.