Υπερανάλυση και ψυχική κόπωση: Πότε η σκέψη γίνεται εμπόδιο στην ευτυχία;

Η σκέψη μας επιτρέπει να οργανώνουμε τη ζωή μας, να λύνουμε προβλήματα και να μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Όταν όμως η σκέψη γίνεται υπερβολική, αρχίζει να μας κουράζει αντί να μας βοηθάει. Η υπερανάλυση είναι η κατάσταση όπου το μυαλό δεν σταματάει να δουλεύει, ανακυκλώνοντας γεγονότα, διαλόγους, υποθέσεις και προσπαθώντας να ερμηνεύσει κάποια “αν” που ποτέ δεν τελειώνουν.
Αυτό το αδιάκοπο «σκέψου λίγο ακόμα» μπορεί να φαίνεται χρήσιμο, στην πραγματικότητα όμως προκαλεί ψυχική κόπωση. Ο εγκέφαλος παραμένει σε συνεχή εγρήγορση, χωρίς ποτέ να ξεκουράζεται. Οι σκέψεις γίνονται βαριές, το σώμα νιώθει εξαντλημένο και η διάθεση πέφτει. Πολλοί άνθρωποι περιγράφουν την υπερανάλυση σαν έναν “κύκλο χωρίς έξοδο”, όπου καμία απάντηση δεν είναι αρκετή και κάθε σενάριο γεννάει ένα νέο ερώτημα.
Η υπερανάλυση συνδέεται συχνά με το άγχος, την ανάγκη ελέγχου και τον φόβο του λάθους. Όταν δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε την αβεβαιότητα, προσπαθούμε να την εξαλείψουμε με σκέψη. Επί της ουσίας προσπαθούμε να σκεφτούμε πολύ προκειμένου να νιώσουμε σιγουριά. Όμως η ζωή δεν προσφέρει ποτέ απόλυτες απαντήσεις. Όσο περισσότερο ψάχνουμε, τόσο περισσότερο χανόμαστε.
Η απελευθέρωση από τον φαύλο κύκλο της υπερανάλυσης δεν σημαίνει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε, αλλά να μάθουμε να παρατηρούμε τη σκέψη χωρίς να ταυτιζόμαστε μαζί της. Η πρακτική της ενσυνειδητότητας (mindfulness), η αποδοχή του “δεν ξέρω” και η επιστροφή στο “εδώ και τώρα” λειτουργούν σαν ανάσες που ηρεμούν το νου.
Η ευτυχία δεν έρχεται όταν έχουμε απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα, αλλά όταν αποδεχόμαστε ότι μερικά από αυτά μπορούν να μείνουν ανοιχτά. Η σκέψη είναι εργαλείο. Και όταν καταφέρουμε να τη χρησιμοποιούμε με μέτρο, τότε το μυαλό παύει να είναι εμπόδιο και γίνεται σύμμαχος στη διαδρομή προς την εσωτερική γαλήνη.
