Gaslighting: Η ύπουλη μορφή ψυχολογικής κακοποίησης

Η ψυχολογική κακοποίηση δεν αφήνει σημάδια στο σώμα αλλά αφήνει βαθιά τραύματα στην ψυχή. Μια μορφή ψυχολογικής κακοποίησης που χαρακτηρίζεται από πολλούς ως ύπουλη, είναι το Gaslighting. Πίσω στο 1944 μια ταινία με τίτλο Gaslight, που παρουσίαζε έναν άνδρα να χειραγωγεί τη γυναίκα του προσπαθώντας να την πείσει πως χάνει το μυαλό της, έμελλε να γίνει η αρχή ενός όρου ιδιαίτερα διαδεδομένου σήμερα.
Κάποτε αυτή η στρατηγική έμοιαζε να βρίσκεται στη σφαίρα της μυθοπλασίας, αποδείχθηκε ωστόσο ότι πρόκειται για ένα συχνό μοτίβο στις ανθρώπινες σχέσεις. Το gaslighting λειτουργεί μέσα από διαρκή αμφισβήτηση των εμπειριών, των συναισθημάτων και της αντίληψης του θύματος. Ο θύτης – ο οποίος μπορεί να είναι σύντροφος, γονιός, φίλος ή ακόμα και προϊστάμενος – χρησιμοποιεί φράσεις όπως «δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο», «είσαι υπερβολική», «το φαντάστηκες» ή «πάλι δραματοποιείς τα πράγματα». Στόχος του είναι να αποσυντονίσει το άτομο, ώστε να αμφιβάλλει για την ίδια του την κρίση. Σιγά σιγά, το θύμα αρχίζει να αναρωτιέται αν όντως θυμάται σωστά, αν αντιδρά λογικά ή αν είναι όπως το χαρακτηρίζουν: ευαίσθητο, τρελό, προβληματικό.
Η πιο ύπουλη πλευρά του gaslighting είναι ότι συχνά συμβαίνει σταδιακά και σε συνθήκες φαινομενικής αγάπης ή οικειότητας. Το θύμα μπορεί να αγαπά ή να θαυμάζει τον άνθρωπο που το χειραγωγεί, γεγονός που δυσκολεύει την αναγνώριση και τη διαφυγή από την κακοποιητική σχέση. Καθώς διαστρεβλώνεται συνεχώς η αλήθεια του, χάνεται η εμπιστοσύνη στον εαυτό και αυξάνεται η εξάρτηση από τον θύτη για το «τι είναι αληθινό».
Πέρα από τις προσωπικές σχέσεις, το gaslighting μπορεί να εκδηλωθεί και σε ευρύτερα κοινωνικά και επαγγελματικά πλαίσια. Θεσμοί, εταιρείες ή ακόμη και τα ΜΜΕ μπορούν να υιοθετήσουν αυτή τη στρατηγική για να αποσιωπήσουν φωνές ή να συγκαλύψουν αλήθειες, δημιουργώντας ένα κλίμα αμφιβολίας, φόβου και υποταγής.
Η αποκατάσταση μετά από το gaslighting απαιτεί χρόνο, στήριξη και θεραπεία. Είναι απαραίτητο το άτομο να ξαναχτίσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και να μάθει να αναγνωρίζει πότε κάποιος παραβιάζει τα όριά του μέσα από τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Η επίγνωση είναι το πρώτο βήμα. Όταν κάποιος κατανοήσει τι του συμβαίνει, αποκτά τη δύναμη να πει: «Δεν τρελαίνομαι. Αυτό που νιώθω είναι αληθινό». Και αυτή η αναγνώριση μπορεί να γίνει η αρχή για την έξοδο από το σκοτάδι.