Διαφορά…ύψους

ανάπτυξη ενός παιδιού, που δε συμβαδίζει με αυτή των υπολοίπων- είτε προς το ήσσον είτε προς το έλλαττον- γεννά ποικίλα προβλήματα, με πρώτο και καλύτερο αυτό της διαφοράς από τους άλλους, την οποία τα παιδιά δε μπορούν να αποδεχτούν.

 

     Όταν αναφερόμαστε στην ανάπτυξη, θα πρέπει καταρχήν να κάνουμε ένα διαχωρισμό. Μεγαλώνω σημαίνει αυξάνω το ανάστημά μου, ενώ εξελίσσομαι σημαίνει αλλάζω μορφή.

     Τη διαφορά αυτή εύκολα μπορούμε να την παρατηρήσουμε στη φύση. Η κάμπια δε μεγαλώνει απλώς, αλλά εξελίσσεται σε χρυσαλίδα και μετά σε πεταλούδα, δηλαδή σε ένα πλάσμα εντελώς διαφορετικό. Το ίδιο συμβαίνει και με το παιδί. Δε μεγαλώνει μόνο περνώντας από την παιδική ηλικία στην εφηβική, αλλά για να φτάσει στην ενήλικη ζωή εξελίσσεται…
Η ισχύς του μεγέθους

Κανονικά το μεγάλωμα και η εξέλιξη βαδίζουν μαζί και δε μπορούμε να τα χωρίσουμε, μπορούμε, όμως, να τα διακρίνουμε και πρέπει να το κάνουμε αυτό, αν θέλουμε να καταλάβουμε το παιδί.

Γιατί πολλές φορές ορισμένα παιδιά, όπως τα διανοητικά ανάπηρα, μεγαλώνουν χωρίς να εξελίσσονται. Και άλλες φορές ορισμένα παιδιά, εξελίσσονται χωρίς να μεγαλώνουν. Ο τύπος του αγοριού που ονομάζουμε «καθυστερημένο», είναι κάποιος που έχει μεγάλο σώμα, αλλά μια ανεπάρκεια στην πνευματική του ανάπτυξη. Οι μικρόσωμοι άνθρωποι από την άλλη, απέχουν πού από το να είναι οι λιγότερο έξυπνοι.
Έτσι, ένας νάνος μπορεί να είναι πολύ πιο έξυπνος από ένα γίγαντα, που έχει ένα περίσσευμα από ορμόνες.

Η σωματική ανάπτυξη και το ανάστημα ενός παιδιού μπορούν να καθορίσουν τη θέση του μέσα στον κόσμο. Κάθε αγόρι θέλει να γίνει «μεγάλος άντρας» και κάθε κορίτσι «μεγάλη γυναίκα», πιστεύοντας ότι έτσι θα έχουν μεγαλύτερη ισχύ από αυτήν που έχουν τώρα και θα μπορούν να αντισταθούν στην πολύ πιο μεγάλη δύναμη των ενηλίκων, που για τα παιδικά μάτια έχουν όλα τα προνόμια και μπορούν να το στείλουν στο κρεβάτι του κι ας διαμαρτύρεται αυτό!

  “Αυτή η επιθυμία του παιδιού να γίνει «μεγάλος» έχει επομένως πολύ μεγάλη επίδραση πάνω στις πράξεις της ζωής και του χαρακτήρα του.”

Από την άλλη πλευρά όμως, ακόμα και τα ίδια τα παιδιά δε θεωρούν μόνο το ανάστημα σημαντικό. Θα εκτιμήσουν πολύ περισσότερο ένα μικρόσωμο αγόρι που είναι τολμηρό στο ποδόσφαιρο ή που είναι ένας έξυπνος τερματοφύλακας, παρά τον κουτό γίγαντα που το βάρος του είναι χρήσιμο στον καβγά, αλλά μπερδεύεται στα πόδια των άλλων.

Κατά τον ίδιο τρόπο, θα νιώσουν μεγαλύτερο θαυμασμό για ένα μικρόσωμο αγόρι που παλεύει θαρραλέα ενάντια σε ένα ογκώδη αντίπαλο, παρά για τον αντίπαλό του που τον νικάει με την ωμή δύναμή του.

Για τα κορίτσια, το μεγάλο ανάστημα μπορεί να τα βοηθάει μεν στο σχολείο, αλλά το αντιμετωπίζουν μάλλον σαν μειονέκτημα όταν αργότερα αρχίζουν να ενδιαφέρονται για το άλλο φύλλο.

Γιατί, συνήθως, τα αγόρια θα προτιμήσουν κάποια που μπορούν να προστατέψουν και να κυριαρχήσουν πάνω της και όχι το ψηλό αγοροκόριτσο που μπορεί να παραβγεί μαζί τους.

Η αναπλήρωση των πόντων…που λείπουν

Το θέμα του παρουσιαστικού μπορεί να επηρεάζει σοβαρά την πνευματική υγεία και την επιτυχία των αγοριών και των κοριτσιών. Το μικρό ανάστημα μπορεί να δώσει σε ένα κορίτσι ή σε ένα αγόρι ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας.

Το παιδί με το χαμηλό ανάστημα ξεκινάει με ένα μειονέκτημα πάντα, π.χ στην εκλογή θέσης στα παιχνίδια: δεν τονώνει το ηθικό ενός παιδιού το γεγονός τι τον διαλέγουν πάντα τελευταίο. Μπορούν όμως να το αναπληρώσουν αυτό με ικανότητες σε άλλους τομείς- μια χολική υποτροφία ή μια επιδεξιότητα σε παιχνίδια ή σε διάφορα χόμπι, που εξισορροπούν το μικρό ανάστημα.

Αυτός είναι και εν μέρει ο λόγος που οι μικρόσωμοι άνθρωποι φτάνουν συχνά στην κορυφή. Η φιλοδοξία τους όμως δεν τους οδηγεί πάντα σε καλά αποτελέσματα. Για παράδειγμα: στην προσπάθειά τους να εξισορροπήσουν με τη μάθηση το εντελώς αδικαιολόγητο αίσθημα κατωτερότητας που νιώθουν για το ανάστημά τους, πολύ συχνά φτάνουν στο άλλο άκρο και καταλήγουν σε νευρική κατάπτωση, που συνήθως εξηγείται σαν οφειλόμενη στην υπερκόπωση.

Άλλοι παίρνουν μια στάση αναπληρωτικού αυτοθαυμασμού και γίνονται πομπώδεις, ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει πολλούς μικρόσωμους ανθρώπους. Άλλα παιδιά με μικρό ανάστημα βρίσκουν τη θέση τους με το να γίνονται τα «χαϊδεμένα» άλλων αγοριών και κοριτσιών, μια στάση πολύ ακατάλληλη για να αντιμετωπίσει κανείς τον κόσμο.

Αν όμως προηγείται των άλλων…

Η σωματική υπερ-ανάπτυξη συχνά είναι πρόξενος διαταραχών. Ένα αγόρι ή ένα κορίτσι δεκατριών ετών μπορεί να έχει τη σωματική ανάπτυξη ενός δεκαεπτάχρονου, μαζί με όλες αυτές τις συναισθηματικές αλλαγές που αυτό το γεγονός προϋποθέτει, ενώ η διανοητική του ανάπτυξη μένει στα δεκατρία. Δε μπορεί να περιμένει κανείς από ένα κορίτσι δεκατριών χρόνων με σωματικό παράστημα δεκαεπτάχρονης κοπέλας να αφοσιωθεί τόσο στα μαθήματα, όταν η συγκινησιακή της ζωή απορροφάται από το ενδιαφέρον της στα αγόρια. Ένα αγόρι που είναι υπεραναπτυγμένο σωματικά έχει έντονες σεξουαλικές και επιθετικές τάσεις, ενώ του λείπουν οι ανάλογες ικανότητες αυτοελέγχου. Στις περιπτώσεις αυτές, δε μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα, εκτός από το να περιμένουμε μέχρι που η ηλικία, η διανοητική ανάπτυξη και ο έλεγχος φτάσουν στο ίδιο σημείο με την σωματική ανάπτυξη, ελπίζοντας πως εν τω μεταξύ, δε θα συμβεί τίποτα το δυσάρεστο.

Όταν αντίθετα υπάρχει πρώιμη διανοητική ανάπτυξη χωρίς την αντίστοιχη σωματική, δημιουργείται και πάλι ένα πρόβλημα, γιατί ένα δεκατριάχρονο παιδί με εξυπνάδα δεκαεξάχρονου, ακόμα και αν το βάλουμε σε μια τάξη με μεγαλύτερα αγόρια που είναι διανοητικά ίσα με αυτόν, θα έχει πιο ανώριμα συγκινησιακά ενδιαφέροντα από τους συμμαθητές του. Στο σχολείο το διανοητικά πιο αναπτυγμένο αγόρι (ή κορίτσι), έχει τη δυνατότητα να βρει στο σπίτι διεξόδους για τη συγκινησιακή του ανάπτυξη, με ενδιαφέροντα και χόμπι ανάλογα με την πραγματική του ηλικία.

Η διαφορά τρομάζει

Πέρα από όλα αυτά, αυτή η έλλειψη συμβατότητας ανάμεσα στη σωματική και τη διανοητική ανάπτυξη, κάνει ένα παιδί να φαίνεται «παράξενο». Κι αν είναι κάτι που μισεί περισσότερο ένα αγόρι ή κορίτσι καθώς μεγαλώνει, είναι να αισθάνεται «διαφορετικό» από τα άλλα παιδιά στα ρούχα, στη διατροφή, στα ενδιαφέροντα και στην όψη ή τη διανοητική ικανότητα.

Πολλά παιδιά υποφέρουν σιωπηρά από τη περιφρόνηση και το γέλιο των άλλων, διότι τα παιδιά, όπως και τα ζώα, έχουν την τάση να επιτίθενται στον αδύνατο, τον πληγωμένο και τον ανάπηρο. Είναι όμως δουλειά των δασκάλων και των γονιών να χαλιναγωγήσουν αυτή τη φυσική τάση. 

     Εξάλλου τόσο η σωματική, όσο και η διανοητική ανάπτυξη του παιδιού ασκούν βαθιά επίδραση στην ψυχική του υγεία και ευτυχία, στο μέτρο που διαμορφώνουν τη συνολική του εικόνα προς τους άλλους, πράγμα για το οποίο το παιδί ανησυχεί ιδιαίτερα σε αυτή την ηλικία.